Please use this identifier to cite or link to this item: http://dspace.lib.uom.gr/handle/2159/30995
Author: Δασκαλάκης, Αθανάσιος
Title: Η ποιότητα έλεγχου στην Ελλάδα μετά την εφαρμογή των διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής αναφοράς και των διεθνών προτύπων ελέγχου
Alternative Titles: Audit quality in greece after the adoption of international financial reporting standards and international standars on auditing
Date Issued: 2024
Department: Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Τμήμα Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής (ΛΧ)
Supervisor: Νεγκάκης, Χρήστος
Abstract: Η παρούσα διατριβή αξιολογεί την ποιότητα του ελέγχου των ορκωτών ελεγκτών στην Ελλάδα, χρησιμοποιώντας ως μέτρο το ποσοστό σφάλματος ελέγχου τύπου ΙΙ, το οποίο προκύπτει όταν δεν περιλαμβάνεται στη γνώμη του ορκωτού ελεγκτή επιφύλαξη για την ικανότητα συνέχισης της δραστηριότητας (ΣΔ) μιας εταιρίας που στη συνέχεια κηρύσσεται σε πτώχευση. Η περίοδος που διενεργήθηκε η έρευνα εκκινεί το οικονομικό έτος 2005, που αποτελεί το πρώτο έτος εφαρμογής των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς και των Διεθνών Προτύπων Ελέγχου, και επεκτείνεται μέχρι το έτος 2017, περικλείοντας πολύ σημαντικά οικονομικά και πολιτικά γεγονότα που αφορούσαν τόσο την Ελλάδα όσο και την παγκόσμια οικονομία. Σε αυτή την περίοδο, η Ελλάδα βρέθηκε στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος, λόγω της λήψης δανείων διάσωσης μέσω της υπογραφής συνεχόμενων μνημονίων, εκκινώντας από το έτος 2010, με την υπογραφή του πρώτου μνημονίου με τον τριμερή μηχανισμό οικονομικής στήριξης - την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με τα οποία η χώρα μπήκε σε μακρόχρονη περίοδο οικονομικής ύφεσης και πολιτικής κρίσης με ορατό τον κίνδυνο της εξόδου της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ύφεση αυτή χαρακτηρίστηκε από τη μακροβιότερη περίοδο μνημονίων στην Ευρώπη, που διήρκησε οκτώ χρόνια, έναντι μέγιστης διάρκειας τριών ετών στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές «μνημονιακές» χώρες, ενώ για πρώτη φορά στην 70ετή ιστορία του ΔΝΤ, μια ανεπτυγμένη οικονομία δεν εξυπηρέτησε εγκαίρως τις οφειλές της (Ιούλιος 2015 – η χώρα σε κατάσταση ληξιπρόθεσμης οφειλής - arrears). Ενώ, στις περιόδους των οικονομικών κρίσεων, οι ελεγκτικές εταιρίες τίθενται στο στόχαστρο αναφορικά με την αδυναμία τους να συμβάλουν στην προστασία των αγορών, στην περίπτωση της Ελλάδας, στις ελεγκτικές εταιρίες ανατέθηκε ενεργός ρόλος στη δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας, προκειμένου να επιτευχθεί η έξοδός της από τα μνημόνια, καθιστώντας ιδιαίτερα σημαντικό να εξεταστεί η ποιότητα του ελέγχου που διενεργούν οι εταιρίες αυτές στην Ελλάδα. Για τη διενέργεια της έρευνας εντοπίστηκαν, αρχικά, οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών εταιρίες που πτώχευσαν στην περίοδο από το 2006 έως το 2017, οι οποίες ανήλθαν σε τριάντα οκτώ (38). Το ποσοστό ελεγκτικού σφάλματος τύπου ΙΙ υπολογίστηκε στο 42,1% (σε 16 από τις 38 εταιρίες δεν υπήρχε επιφύλαξη για ΣΔ), το οποίο σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία συνιστά ελεγκτική αποτυχία, αναδεικνύοντας το χαμηλό επίπεδο της ποιότητας του ελέγχου. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι, παρότι οι εταιρίες που πτώχευσαν εμφάνιζαν σημαντικές οικονομικές δυσχέρειες, σύμφωνα με τα κριτήρια των Chen & Church (1992), οι περισσότερες είχαν αρνητικά ίδια κεφάλαια και ληξιπρόθεσμες οφειλές και δάνεια, ενώ ορισμένες βρίσκονταν σε διαπραγμάτευση νέων δανείων προκειμένου να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους, μόνο μία είχε λάβει αρνητική γνώμη, όταν, μάλιστα, από την εφαρμογή 3 διεθνών μοντέλων πρόβλεψης της πτώχευσης (Altman Z-score, Zmijewski και Ohlson O-score) τα ποσοστά ακρίβειας κυμάνθηκαν από 84,2% έως 86,8%. Διαπιστώθηκε, συνεπώς, ότι οι ελεγκτές γνώριζαν, με βεβαιότητα, για τα σοβαρά προβλήματα που έθεταν σε κίνδυνο τη συνέχιση της δραστηριότητας των εταιρειών που πτώχευσαν και θα έπρεπε να είχαν εκδώσει είτε αρνητική γνώμη είτε γνώμη με επιφύλαξη για ΣΔ. Σε συνέχεια της άποψης που διατύπωσε ο Mutchler (1985) ότι η έκδοση ελεγκτικής γνώμης με επιφύλαξη για ΣΔ πραγματοποιείται σε δύο στάδια: 1ο στάδιο: η αναγνώριση ενός πιθανού προβλήματος επιβίωσης μιας επιχείρησης 2ο στάδιο: η λήψη της απόφασης για το είδος της ελεγκτικής γνώμης που θα εκδοθεί, μετά την εκτίμηση των πληροφοριών και των ελεγκτικών τεκμηρίων που συγκεντρώθηκαν, αναπτύχθηκαν 8 υποθέσεις, οι οποίες εξετάστηκαν μέσω της εφαρμογής μοντέλων λογιστικής παλινδρόμησης με διαστρωματικά στοιχεία χρονολογικών σειρών (panel data logistic regressions), προκειμένου να προσδιοριστούν οι παράγοντες που επιδρούν στην έκδοση γνώμης με επιφύλαξη για ΣΔ. Αρχικά αναπτύχθηκε ένα βασικό μοντέλο, που αντιστοιχεί στο πρώτο στάδιο εξέτασης των χρηματοοικονομικών στοιχείων του ελεγχόμενου φορέα – και απαντά στις 4 πρώτες υποθέσεις, με εξαρτημένη μεταβλητή την έκδοση γνώμης με επιφύλαξη για ΣΔ – GCO, το οποίο στη συνέχεια αναπτύχθηκε περαιτέρω προκειμένου να προστεθούν οι παράγοντες που επιδρούν κατά την λήψη της απόφασης του ελεγκτή για τη γνώμη που θα εκδώσει, απαντώντας στις υπόλοιπες 4 υποθέσεις. Στο βασικό μοντέλο περιλήφθηκαν δείκτες που αντανακλούν τη χρηματοοικονομική κατάσταση της ελεγχόμενης εταιρίας και ειδικότερα τη λειτουργική αποδοτικότητα, το επίπεδο κερδοφορίας, τη ρευστότητα και τα ενδεχόμενα προβλήματα χρηματοδότησης (CFTL=Ταμειακές ροές από λειτουργικές δραστηριότητες / συνολικές υποχρεώσεις, CACL=κυκλοφορούν ενεργητικό / τρέχουσες υποχρεώσεις, LEV = συνολικές υποχρεώσεις / σύνολο ενεργητικού, LOS2 = μια ψευδομεταβλητή που παίρνει την τιμή 1, εάν η επιχείρηση πραγματοποιεί ζημιές από λειτουργικές δραστηριότητες για δύο συναπτά έτη, ή 0 σε διαφορετική περίπτωση, ROA = Κέρδη προ τόκων και φόρων / σύνολο ενεργητικού, SALASS = Πωλήσεις / σύνολο ενεργητικού). Για την εξέταση των παραγόντων που επιδρούν στο στάδιο λήψης της απόφασης του ελεγκτή, στο βασικό μοντέλο προστέθηκαν η γνώμη που εκφράστηκε στην αμέσως προηγούμενη έκθεση του ελεγκτή (GCOt-1), η διενέργεια του ελέγχου από εταιρία που ανήκει στις Big 4 (BIG4), το μέγεθος της ελεγχόμενης εταιρίας (SIZE), ως μέτρο της ανεξαρτησίας του ελεγκτή, και η χρονική διάρκεια που ο ελεγκτής ελέγχει την ελεγχόμενη εταιρία (TENURE). Το σύνολο των παρατηρήσεων του δείγματος ήταν 2.236, οι οποίες αφορούν στις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις 214 εταιριών που ήταν εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, για οποιαδήποτε περίοδο στο χρονικό διάστημα από το 2005 έως το 2016 (unbalanced), από τις οποίες οι 1.658 εμφάνιζαν οικονομικές δυσχέρειες, ενώ σε 293 οι ελεγκτές είχαν συμπεριλάβει στη γνώμη τους επιφύλαξη για ΣΔ. Από την εξέταση του βασικού εμπειρικού μοντέλου, στο οποίο περιλαμβάνονταν μόνο χρηματοοικονομικοί δείκτες της ελεγχόμενης εταιρίας, προέκυψε ότι οι μεταβλητές που βρέθηκαν σημαντικές α) σε επίπεδο 1%, ήταν οι CFTL - αρνητική επίδραση, υποδεικνύοντας ότι όσο αυξάνεται η κάλυψη των υποχρεώσεων της εταιρίας από τις ταμειακές ροές των λειτουργικών της δραστηριοτήτων τόσο μειώνεται η πιθανότητα οι ελεγκτές να διαφοροποιήσουν τη γνώμη τους για ΣΔ, LOS2- θετική επίδραση, η οποία αναδεικνύει ότι η αδυναμία των επιχειρήσεων να δημιουργήσουν λειτουργικά κέρδη οδηγεί τους ελεγκτές να διαφοροποιούν την γνώμη τους για ΣΔ, ROA- αρνητική επίδραση, καθώς σε υψηλότερα επίπεδα αποδοτικότητας των επενδυμένων κεφαλαίων μειώνεται η πιθανότητα έκδοσης γνώμης με επιφύλαξη, και SALASS- αρνητική επίδραση, καθώς όσο αυξάνεται ο βαθμός που η εταιρία χρησιμοποιεί τα περιουσιακά της στοιχεία για τη δημιουργία πωλήσεων τόσο μικρότερες είναι οι πιθανότητες ο ελεγκτής να διαφοροποιήσει τη γνώμη του και β) σε επίπεδο 5%, ήταν οι CACL- αρνητική επίδραση, διαπιστώνοντας ότι όσο υψηλότερη ρευστότητα έχει η εταιρία τόσο μειώνεται πιθανότητα να λάβει γνώμη με επιφύλαξη και LEV- θετική επίδραση, υποδεικνύοντας ότι η υψηλή χρηματοοικονομική μόχλευση οδηγεί τους ελεγκτές στο να διαφοροποιήσουν τη γνώμη τους. Η εξέταση των παραγόντων που αφορούν το στάδιο της λήψης της απόφασης του ελεγκτή, έδειξε ότι μόνο η μεταβλητή GCOt-1 – ήταν σημαντική σε επίπεδο 1%, έχοντας θετική επίδραση, αναδεικνύοντας το γεγονός ότι η ελεγκτική γνώμη που εκφράζεται στο ελεγχόμενο έτος είναι πιθανότερο να είναι ίδια με αυτήν που εκφράστηκε στο αμέσως προηγούμενο έτος. Αντίθετα, μη στατιστικά σημαντικές ήταν οι μεταβλητές BIG4- όπου η διενέργεια του ελέγχου από τις μεγάλες πολυεθνικές ελεγκτικές εταιρίες δεν φαίνεται να έχει επίδραση στην έκφραση γνώμης με ΣΔ και στην ποιότητα του ελέγχου, SIZE- αναδεικνύοντας ότι το μέγεθος της ελεγχόμενης εταιρίας δεν επηρεάζει την έκδοση γνώμης με ΣΔ και συνεπώς δεν εγείρονται ζητήματα ανεξαρτησίας των ελεγκτών και TENURE- όπου διαπιστώνεται ότι η παραμονή των ελεγχόμενων εταιριών στην ίδια ελεγκτική εταιρία δεν επιδρά στην έκφραση γνώμης με επιφύλαξη για ΣΔ. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η προσθήκη στο βασικό μοντέλο των μεταβλητών που σχετίζονται με τη λήψη της απόφασης του ελεγκτή, φαίνεται να επηρεάζει τους χρηματοοικονομικούς παράγοντες που επιδρούν στη διαμόρφωση της ελεγκτικής γνώμης που θα εκφραστεί, καθώς η μεταβλητή LEV δεν είναι πλέον στατιστικά σημαντική, η μεταβλητή SALASS είναι στατιστικά σημαντική σε επίπεδο 5% και η μεταβλητή CACL σε επίπεδο 1%, όπως επίσης και οι μεταβλητές CFTL, LOS2 και ROA (όπως και στο βασικό μοντέλο). Στο πλαίσιο της διενέργειας των ελέγχων ευαισθησίας: α) εξαλείφθηκαν οι παρατηρήσεις που εμφάνιζαν ακραίες τιμές και το μοντέλο επανεκτιμήθηκε, β) στο μοντέλο προστέθηκαν οι μεταβλητές BIG4#SIZE, TENURE#SIZE και BIG4#TENURE#SIZE προκειμένου να εξεταστεί εάν η αλληλεπίδραση του μεγέθους της ελεγχόμενης εταιρίας με το μέγεθος της ελεγκτικής και τα χρόνια που αυτή ελέγχεται από την ίδια εταιρία, επιδρά στη σημαντικότητα των παραγόντων που καθορίζουν την ελεγκτική γνώμη, γ) η μεταβλητή BIG4 αντικαταστάθηκε από τη μεταβλητή BIG6, προσθέτοντας τις εταιρίες ΣΟΛ και Grant Thornton και δ) το μοντέλο επανεκτιμήθηκε στις εταιρίες που εμφάνιζαν οικονομικές δυσχέρειες (stressed) και μόνο. Από τα αποτελέσματα των ελέγχων ευαισθησίας δεν προέκυψε διαφοροποίηση στη σημαντικότητα των παραγόντων που εμφάνιζαν τα αρχικά αποτελέσματα, αλλά ούτε και στους συντελεστές αυτών. Επιπρόσθετα, ακολουθώντας τη σχετική βιβλιογραφία σύμφωνα με την οποία η ελεγκτική γνώμη επί των οικονομικών καταστάσεων μιας επιχείρησης μπορεί να διαφέρει σημαντικά σε περιόδους που διαχωρίζονται από μια σημαντική διαφοροποίηση στην οικονομία, όπως είναι οι οικονομικές κρίσεις, εξετάστηκε η επίδραση του μνημονίου στην έκδοση γνώμης με ΣΔ. Για το σκοπό αυτό, στο ανεπτυγμένο μοντέλο προστέθηκε η ψευδομεταβλητή PERIOD, η οποία διαχωρίζει το δείγμα στην προ-μνημονιακή, από 2005 έως 2009, και στη μνημονιακή, από 2010 έως 2016, περίοδο, και διαπιστώθηκε, όπως αναμενόταν, ότι στη μνημονιακή περίοδο οι ελεγκτές επέλεξαν σε μεγαλύτερο βαθμό να διατυπώσουν γνώμη με επιφύλαξη για ΣΔ, σε επίπεδο σημαντικότητας κάτω του 1%. Τέλος, με βάση την άποψη των ερευνητών ότι τα μοντέλα πρόβλεψης της πτώχευσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους ελεγκτές ως βοηθητικά εργαλεία κατά τη διαδικασία λήψης της απόφασης για την έκδοση διαφοροποιημένης γνώμης, οι μεταβλητές του βασικού μοντέλου αντικαταστάθηκαν από τη μεταβλητή PBANKR, η οποία αποτυπώνει την πιθανότητα πτώχευσης της ελεγχόμενης εταιρίας μέσω της εφαρμογής του αναθεωρημένο Y model που πρότειναν οι Giannopoulos & Sigbjornsen (2019) για την ελληνική αγορά, με σκοπό να εξεταστεί εάν η χρήση τέτοιων εργαλείων διαφοροποιεί την επίδραση των παραγόντων του 2ου σταδίου έκδοσης της ελεγκτικής γνώμης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπήρχε διαφοροποίηση σε σχέση με την εξέταση του προηγούμενου μοντέλου, καθώς μόνο η μεταβλητή GCOt-1 ήταν στατιστικά σημαντική σε επίπεδο 1%, όπως επίσης και η νέα μεταβλητή PBANKR. Ωστόσο, μετά τη διαπίστωση της ύπαρξης ενδογένειας μεταξύ της συγκεκριμένης μεταβλητής με την εξαρτημένη και την εφαρμογή της μεθόδου των βοηθητικών μεταβλητών (Instrumental Variables), για την εκτίμηση των ερμηνευτικών μεταβλητών απαλλαγμένων από την επίδραση της ενδογένειας, βρέθηκε, επιπρόσθετα, ότι η μεταβλητή SIZE έχει σημαντική αρνητική επίδραση στην έκδοση γνώμης με ΣΔ, σε επίπεδο 1%, αναδεικνύοντας ότι όσο μεγαλύτερη είναι η ελεγχόμενη εταιρία τόσο μειώνεται η πιθανότητα ο ελεγκτής να διαφοροποιήσει τη γνώμη του για ΣΔ, εγείροντας ζητήματα μειωμένης ανεξαρτησίας των ελεγκτών. Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει στην παρούσα διατριβή είναι ότι η ποιότητα των υπηρεσιών ελέγχου που προσφέρουν οι ελεγκτικές εταιρίες στην Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, το οποίο αποτυπώνεται στην αποτυχία των ελεγκτών να διαφοροποιήσουν τη γνώμη τους για ΣΔ στο 42% των εταιριών που πτώχευσαν στην περίοδο της έρευνας, παρά το γεγονός ότι αυτές εμφάνιζαν πολύ σημαντικά οικονομικά και λειτουργικά προβλήματα, τα οποία ήταν σε γνώση τους. Την ίδια στιγμή, κι ενώ η κριτική που ασκείται στις ελεγκτικές εταιρείες εντείνεται, εξαιτίας της εμπλοκής τους σε οικονομικά σκάνδαλα, με το πιο πρόσφατο να αφορά στην παροχή συμβουλών προς τους πελάτες τους για αποφυγή φορολόγησης - με το ετήσιο κόστος από τη μείωση των εσόδων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εκτιμάται σε 50-70 δις ευρώ, τόσο τα θεσμικά όργανα της της Ελλάδας όσο και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, παραχωρούν στις ίδιες ελεγκτικές εταιρίες, διαρκώς αυξανόμενες, ελεγκτικές και διοικητικές αρμοδιότητες που ανήκουν σε κρατικούς φορείς και όργανα, «βαφτίζοντάς» τες, συχνά, ως συμβουλευτικές υπηρεσίες, όπως ενδεικτικά είναι η χάραξη δημοσιονομικών στρατηγικών και ο σχεδιασμός φορολογικών πολιτικών. Τα αποτελέσματα της διατριβής, αναφορικά με την ποιότητα του ελέγχου στην Ελλάδα θα μπορούσαν να επεκταθούν με: α) την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας που είχε η εμπλοκή των ελεγκτικών εταιρειών στη δημοσιονομική αναπροσαρμογή της χώρας, σε συνάρτηση με τους στόχους που είχαν τεθεί στα προγράμματα που έλαβαν μέρος, β) τη μελέτη της αποτελεσματικότητας των εποπτικών αρχών στην αξιολόγηση της ποιότητας των εκθέσεων και των ελεγκτικών εργασιών των ορκωτών ελεγκτών και γ) την εξέταση της ποιότητας ελέγχου και των παραγόντων διαμόρφωσης της ελεγκτικής γνώμης στη μεταμνημονιακή περίοδο (το καθεστώς αυξημένης μεταμνημονιακής εποπτείας ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 2022).
This thesis assesses audit quality in Greece using as measure the Type II audit error, which is defined as the failure of the auditor to issue a going concern audit opinion (GCO) for a client that subsequently declares bankruptcy. The starting point of the research is the financial year 2005, when the International Financial Reporting Standards (IFRS) and the International Standards on Auditing (ISA) first implemented in Greece, and extends to year 2017, encompassing very important economic and political events that affected both Greek and global economy. During this period, Greece was at the top of European and global interest due to consecutive rescue loans received from the European Commission, the International Monetary Fund (IMF) and the European Central Bank (ECB), starting from May 2010, when the first memorandum of understanding (MoU) was agreed. Since then, Greece entered a long period of recession and political instability, being eight years under bailout programs, the longest period in Europe, facing the possibility of exiting European Union (Grexit) and becoming the first developed nation, in the 70-year history of the IMF, to fall into arrears, when, in 2015, missed a 1.6 billion euros payment. While in most financial crises, auditors are strongly criticized for being unable to protect the markets, in the case of Greece, audit firms have been assigned to be a major partner in the country's fiscal adjustment. It is of great importance, though, to examine the quality of the audits performed by the audit firms in Greece. During the period of the survey, thirty-eight (38) listed in the Athens Stock Exchange companies found to have filed for bankruptcy. The Type II audit error estimated to be 42,1%, (16 out of 38 had not received GCO), which according to international literature constitutes an audit failure, highlighting the low level of audit quality. This conclusion is getting even stronger, taking into consideration that, all of the bankrupt firms were in financial distress, following Chen & Church's (1992) criteria, most of them had negative equity and overdue debts and loans, whilst some of them were under negotiations for loan restructuring in order to finance the continuity of their operations. Furthermore, the performance of three of the most international accepted bankruptcy prediction models (Altman Z-score, Zmijewski and Ohlson O-score), producing accuracy rate from 84.2% to 86.8%, proves that the auditors were aware that the companies were facing going concern issues and they should have issued either an adverse opinion or a GCO. Following Mutchler (1985), stating that the issuance of a GCO is a two-stage process for the auditor: Stage 1: the identification of a potential going-concern problem and Stage 2: the decision process for the type of audit opinion to be issued, eight (8) hypotheses and two (2) panel data logistic regressions models were developed in order to identify the factors determining the issuance of a GCO. Initially, a basic model was developed, to examine the first stage of assessing auditee's financial information, including rates measuring operating efficiency, profitability, liquidity and financial distress, which, afterwards, was further extended to include the factors that influence the auditor's decision process, including auditor’s and auditees’ characteristics and relationship (previous year’s audit opinion, size of the audit firm-Big4, tenure, size of the auditee). Additional sensitivity tests were performed: a) testing for interactions between auditor’s and auditee’s characteristics, b) changing Big 4 to Big 6, in order to include 2 audit firms with high market share in Greece, c) testing for outliers bias, d) testing whether auditor’s decision to issue GCO significantly differs between the periods before and after May 2010, when the fist MoU was agreed, followed by consecutive bailout programs and e) using a probability of bankruptcy model (calculated on revised Y model proposed by Giannopoulos & Sigbjornsen, 2019) as a tool to auditor’s decision making process, and additionally for the presence of endogeneity between the GCO and the specific rate. The sample consists of 2,236 observations, concerning the annual financial statements of 214 companies listed on the Athens Stock Exchange, from 2005 to 2016. In 293 observations the auditors had issued a GCO, whilst 1,658 observations concerned financially distressed companies. The results of the initial empirical model, examining the financial factors determining auditors opinion, reveals: a) a positive significant relationship between GCO and two consequent years of losses, reflecting the inability to generate operating profits, b) a negative significant relationship between GCO and rate reflecting liquidity (current assets to current liabilities), operational efficiency (operating cash flow to total liabilities, sales to assets) and profitability (return on assets) and c) no significant relationship between GCO and financial leverage. The results of the extended empirical model, including financial factors and factors affecting the auditor’s decision process, reveals: a) a positive significant relationship between GCO and the opinion expressed in the previous year, showing that the opinion issued is likely to be the same with the the one issued in the immediately preceding year and b) no significant relationship between GCO and the size of the auditor, where the audit by Big 4 does not seem to have an effect on GCO, and tenure, where it is found that being audited for many consecutive years from the same audited firms does not effect GCO. Concerning the size of the auditee, the results of the extended model showed no significant effect, however, when using, in the model, the probability of bankruptcy rate as a tool, and after controlling for endogeneity, it was found that there is a significant negative relationship between GCO and the size of the company, raising auditor’s independence matters, explaining, partially, the audit failure. Finally, after separating the period of the survey, into the pre-memorandum period (from 2005 to 2009) and the memorandum period (from 2010 to 2016), the results reveal a significant positive relationship with GCO, as expected, showing that in the memorandum period auditors chose in a greater extent to issue a GCO than in the pre-memorandum period. The general conclusion of this thesis is that the quality of audit performed by audit firms in Greece, is at low level, as reflected in the failure of auditors to issue a GCO in 42% of the companies that went bankrupt, even though they were facing significant financial and operational problems, which they were revealed in their financial statements. Contrary to the abovementioned conclusion and to the global criticism to auditors due to their involvement in financial scandals, the latest of which refers to advisory services to their client to avoid taxation, estimated to €50-70 billion yearly revenue loss in EU, both Greek and European Commission governments and state bodies have made audit firms partners in designing, implementing and auditing fiscal and tax policy. The results of the thesis concerning audit quality in Greece could be extended by: a) assessing the effectiveness of the involvement of audit firms in the fiscal adjustment of the country, related to the objectives set in the bailout programs, b) assessing the effectiveness of the supervisory authorities in assessing the quality of the auditors' reports and audit work and c) examining audit quality and the factors determining audit quality in Greece in the post-memorandum period (the enhanced post-memorandum surveillance period ended in August 2022).
Information: Διατριβή (Διδακτορική)--Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, 2024.
Rights: CC0 1.0 Παγκόσμια
Appears in Collections:Τμήμα Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής (Δ)

Files in This Item:
File Description SizeFormat 
Daskalakis AthanasiosPhD2024.pdf2.09 MBAdobe PDFView/Open


This item is licensed under a Creative Commons License Creative Commons