Please use this identifier to cite or link to this item: http://dspace.lib.uom.gr/handle/2159/26887
Author: Καρδάκου, Μαρίνα
Title: Η εκτίμηση του νομισματικού υποδείγματος συναλλαγματικών ισοτιμιών
Date Issued: 2022
Department: Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Οικονομική Επιστήμη
Supervisor: Φουντάς, Στυλιανός
Abstract: Οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών ασκούν κρίσιμης σημασίας επιδράσεις σε διάφορα μεγέθη της οικονομίας, όπως οι διεθνείς επενδύσεις και οι κεφαλαιακές ροές, επηρεάζοντας έτσι την οικονομική σταθερότητα τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο (MacDonald, 2007). Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η μοντελοποίηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών αποτελεί ένα ιδιαίτερα διαδεδομένο ερευνητικό πεδίο της οικονομικής επιστήμης εδώ και δεκαετίες, απασχολώντας πολυάριθμους ερευνητές και ακαδημαϊκούς (Bitzenis and Marangos, 2007). Μετά την κατάρρευση του συστήματος Bretton Woods στη δεκαετία του 1970, η ακαδημαϊκή βιβλιογραφία της εποχής επιχείρησε να ερμηνεύσει τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών υιοθετώντας τη νομισματική προσέγγιση, εξετάζοντας δηλαδή συγκεντρωτικές μακροοικονομικές σχέσεις που καθορίζουν το επίπεδό τους ως γραμμική συνάρτηση θεμελιωδών μεγεθών ( Mark and Sul, 2001). Στο πλαίσιο αυτό αναπτύχθηκαν τρεις ομάδες σχετικών υποδειγμάτων, το νομισματικό μοντέλο ευέλικτων τιμών (flexible price monetary model) (Frenkel, 1976; Bilson, 1978),το νομισματικό μοντέλο δυσκαμψίας των τιμών βάσει διαφορών στο πραγματικό επιτόκιο (sticky price – real interest rate differential ) (Donrbusch, 1976; Frankel, 1979) και το νομισματικό μοντέλο δυσκαμψίας των τιμών βάσει περιουσιακών στοιχείων (sticky price –asset monetary model) (Hooper and Morton, 1982).Η εμπειρική εφαρμογή αυτών των υποδειγμάτων συνέχισε να απασχολεί έντονα τους ερευνητές και στις επόμενες δεκαετίες, αποσκοπώντας στη διερεύνηση της καταλληλότητας τους για την ερμηνεία των διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών διεθνώς. Πράγματι, ένας σημαντικός αριθμός ερευνών έχουν επιχειρήσει να εξετάσουν την ισχύ αυτών των μοντέλων, υιοθετώντας διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις, εφαρμόζοντας διάφορα οικονομετρικά υποδείγματα και αξιοποιώντας δεδομένα από ποικίλες ομάδες χωρών, καταλήγοντας ωστόσο σε μεικτά εμπειρικά ευρήματα. Για παράδειγμα, εφαρμόζοντας τη μέθοδο συνολοκλήρωσης κατά Johansen, οι Francis et al (2001) ανέδειξαν ισχυρές εμπειρικές ενδείξεις υπέρ της ισχύος του νομισματικού μοντέλου προσδιορισμού των συναλλαγματικών ισοτιμιών για την ισοτιμία μεταξύ καναδικού και αμερικάνικου δολαρίου, ενώ σε αντικρουόμενες διαπιστώσεις κατέληξαν οι Rapach and Wohar (2002)για ένα σύνολο 14 βιομηχανικών χωρών με την εφαρμογή διάφορων τεχνικών συνολοκλήρωσης και μοντέλων VECM. Σε γενικούς όρους, οι διαθέσιμες εμπειρικές ενδείξεις περί της ισχύος της νομισματικής προσέγγισης για τον προσδιορισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών δεν είναι σαφείς, λαμβάνοντας υπόψη και τις σημαντικές διαφορές που υφίστανται σε όρους δεδομένων που χρησιμοποιούνται, χρονικών οριζόντων, εκδοχών του μοντέλου, χωρών και μεθοδολογικών προσεγγίσεων. Ως εκ τούτου, η εμπειρική διερεύνηση του μοντέλου συνεχίζει να αποτελεί ζήτημα έντονου ερευνητικού ενδιαφέροντος. Υπό αυτό το πρίσμα, σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η εξέταση του νομισματικού μοντέλου προσδιορισμού των συναλλαγματικών ισοτιμιών, χρησιμοποιώντας οικονομετρικά εργαλεία για 5 συναλλαγματικές ισοτιμίες και συγκεκριμένα εκείνες του δολαρίου των ΗΠΑ και της Βρετανικής λίρας, του Ιαπωνικού γεν, του δολαρίου Αυστραλίας, του Ελβετικού φράγκου και του δολαρίου Αυστραλίας. Θα διερευνηθεί η ισχύς και η ευστάθεια του σχετικού υποδείγματος, με τη χρήση του ελέγχου συνολοκλήρωσης κατά Johansen. Βέβαια, η εφαρμογή του συγκεκριμένου ελέγχου προϋποθέτει οι χρονολογικές σειρές που συνθέτουν το νομισματικό μοντέλο προσδιορισμού των συναλλαγματικών ισοτιμιών να είναι ολοκληρωμένες ίδιας τάξης και ως εκ τούτου απαιτούνται σχετικοί έλεγχοι μοναδιαίας ρίζας. Στην παρούσα μελέτη οι έλεγχοι μοναδιαίας ρίζας που χρησιμοποιούνται για το προσδιορισμό του βαθμού ολοκλήρωσης των χρονολογικών σειρών του νομισματικού μοντέλου προσδιορισμού των συναλλαγματικών ισοτιμιών, είναι o έλεγχοςDickey–FullerGLS, ο επαυξημένος έλεγχος Dickey – Fuller (ADF) και ο έλεγχος των Phillips και Perron. Η δομή της παρούσας μελέτης έχει ως εξής: στο πρώτο κεφάλαιο που ακολουθεί επιχειρείται μια ενδελεχής βιβλιογραφική επισκόπηση για υπό εξέταση ζήτημα. Συγκεκριμένα, αρχικά εξετάζεται η ιστορική εξέλιξη των μοντέλων προσδιορισμού των συναλλαγματικών ισοτιμιών, ακολούθως διερευνάται η νομισματική προσέγγιση, περιγράφονται λεπτομερώς τα τρία επιμέρους υποδείγματα του νομισματικού μοντέλου και, τέλος, καταγράφονται τα σχετικά ευρήματα της διεθνούς ερευνητικής βιβλιογραφίας σε δύο διακριτές χρονικές φάσεις (πρώιμες και σύγχρονες εμπειρικές ενδείξεις). Στο δεύτερο κεφάλαιο της μελέτης καταγράφεται η μεθοδολογία της έρευνας σε συνάρτηση με την οικονομετρική προσέγγιση που ακολουθείται και στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα ερευνητικά αποτελέσματα. Τέλος, η εργασία ολοκληρώνεται με τα συμπεράσματα.
Keywords: Συναλλαγματική ισοτιμία
Νόμισμα
Information: Διπλωματική εργασία--Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, 2022.
Rights: Attribution-NonCommercial-NoDerivatives 4.0 Διεθνές
Appears in Collections:ΔΠΜΣ Οικονομική Επιστήμη (M)

Files in This Item:
File Description SizeFormat 
KardakouMarinaMsc2022.pdf1.3 MBAdobe PDFView/Open


This item is licensed under a Creative Commons License Creative Commons