Please use this identifier to cite or link to this item: http://dspace.lib.uom.gr/handle/2159/25966
Author: Κουτσιμανή, Παναγιώτα Βασιλική
Title: Η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της επαγγελματικής εξουθένωσης και των γνωστικών λειτουργιών ανάμεσα στους επαγγελματίες
Alternative Titles: The effects of non-clinical burnout on cognitive functioning: investigating the relationship between non-clinical burnout and cognitive functioning among employees
Date Issued: 2021
Department: Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Τμήμα Εκπαιδευτικής & Κοινωνικής Πολιτικής (ΕΚΠ)
Supervisor: Montgomery, Anthony
Abstract: Εισαγωγή και στόχοι έρευνας: Ο βασικός στόχος της παρούσας διατριβής ήταν η διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο τα μη κλινικά επίπεδα της επαγγελματικής εξουθένωσης (ΕΕ) σχετίζονται με τις επιδόσεις σε γνωστικά έργα καθώς και με την μη-κλινική κατάθλιψη και το μη-κλινικό άγχος. Επιπλέον στόχος αποτέλεσε η ανάδειξη της βιωμένης οικογενειακής στήριξης ως προστατευτικός μηχανισμός ενάντια στην εμφάνιση ψυχολογικών προβλημάτων αλλά και γνωστικής έκπτωσης. Η διατριβή αποσκοπούσε να απαντήσει στις ακόλουθες ερευνητικές ερωτήσεις: 1) Είναι η ΕΕ διαφορετική έννοια από τις έννοιες της κατάθλιψης και του άγχους; 2) Τα μη κλινικά επίπεδα ΕΕ σχετίζονται με την γνωστική έκπτωση; 3) Τα μη κλινικά επίπεδα κατάθλιψης και άγχους σχετίζονται άμεσα με ελλείμματα στις γνωστικές λειτουργίες; · αποτελούν ρυθμιστικοί παράγοντες στη σχέση ΕΕ και γνωστικών λειτουργιών; 4) Μπορεί η βιωμένη οικογενειακή στήριξη να εξηγήσει τη σχέση της ΕΕ με την κατάθλιψη, το άγχος και τις γνωστικές λειτουργίες; 5) Ποια είναι η διαχρονική σχέση της ΕΕ με την κατάθλιψη και το άγχος; 6) Τα άτομα με χαμηλότερο γνωστικό δυναμικό είναι περισσότερο επιρρεπή στην εμφάνιση ΕΕ, κατάθλιψης και άγχους; 7) Η βιωμένη οικογενειακή στήριξη μπορεί να αποτελέσει προστατευτικό μηχανισμό ενάντια στην εμφάνιση της ΕΕ, κατάθλιψης, άγχους αλλά και της γνωστικής έκπτωσης; Μέθοδος: Η παρούσα διδακτορική διατριβή αποτελείται από τέσσερις ποσοτικές μελέτες οι οποίες αποσκοπούν στην απάντηση των παραπάνω ερευνητικών ερωτημάτων. Αρχικά, πραγματοποιήθηκε μια συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση της βιβλιογραφίας προκειμένου να διερευνηθεί η σχέση της ΕΕ με την κατάθλιψη και το άγχος (Κεφάλαιο 2). Δεύτερον, διεξήχθη μια εκτενής συγχρονική έρευνα η οποία αποσκοπούσε στην απόκτηση μιας γενικής εικόνας των μελετηθεισών ερευνητικών σχέσεων. Παράλληλα, η συγχρονική έρευνα αποτέλεσε την βάση διερεύνησης των σχέσεων αυτών, επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο την εξέταση του τρόπου με τον οποίο εξελίχθηκαν οι σχέσεις αυτές μέσα στον χρόνο (Κεφάλαιο 3). Τρίτον, διενεργήθηκε μια έρευνα δύο επαναλαμβανόμενων μετρήσεων η οποία είχε ως στόχο τη διερεύνηση της βιωμένης οικογενειακής στήριξης ως επεξηγηματικού μηχανισμού της σχέσης μεταξύ ΕΕ και κατάθλιψης, και ΕΕ και άγχους (Κεφάλαιο 4). Τέλος, διεξήχθη μια διαχρονική έρευνα τριών επαναλαμβανόμενων μετρήσεων η οποία επέκτεινε τα ευρήματα της συγχρονικής έρευνας και αποσκοπούσε στη διερεύνηση και κατανόηση των σχέσεων αιτιότητας μεταξύ της ΕΕ και γνωστικών λειτουργιών, ΕΕ και κατάθλιψης, ΕΕ και άγχους. Επιπρόσθετα, η διαχρονική έρευνα επέτρεψε τη μελέτη των επιδράσεων της βιωμένης οικογενειακής στήριξης στην ψυχική υγεία και τις γνωστικές λειτουργίες (Κεφάλαιο 5). Αποτελέσματα: Σύμφωνα με τη συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση, η ΕΕ αναδεικνύεται ως ένα ψυχολογικό φαινόμενο διαφορετικό τόσο από την κατάθλιψη όσο και από το άγχος. Η διαχρονική διερεύνηση των σχέσεων μεταξύ της ΕΕ, της, κατάθλιψης και του άγχους αποκάλυψε αμοιβαίες σχέσεις με μέτρια όμως μεγέθη επιδράσεων, υποδεικνύοντας πως η ΕΕ διαφοροποιείται από την κατάθλιψη και το άγχος αλλά δεν είναι ανεξάρτητη από τις δύο αυτές ψυχικές διαταραχές. Η μελέτη της βιωμένης οικογενειακής στήριξης ως επεξηγηματικού μηχανισμού των σχέσεων ΕΕ-κατάθλιψης και ΕΕ-άγχους έδειξε πως αυτή αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα των επιδράσεων της κατάθλιψης στη διάσταση της εξάντλησης της ΕΕ, αλλά σε αντίθετη κατεύθυνση από την αναμενόμενη. Ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα της παρούσας διατριβής ήταν το γεγονός ότι μία από τις συνέπειες των μη κλινικών επιπέδων ΕΕ είναι τα ελλείμματα στις οπτικοχωρικές ικανότητες. Επιπλέον, εντοπίστηκαν αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ συγκεκριμένων διαστάσεων της ΕΕ με τις γνωστικές διεργασίες της αυτόματης επεξεργασίας και αναστολής. Δεν εντοπίστηκε καμία στατιστικώς σημαντική σχέση μεταξύ των γνωστικών λειτουργιών με την κατάθλιψη και το άγχος, ενώ κανένα από τα δύο ψυχολογικά φαινόμενα δεν βρέθηκε να αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα της σχέσης ΕΕ-γνωστικών λειτουργιών. Τα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής ανέδειξαν τις ευεργετικές επιδράσεις της βιωμένης οικογενειακής στήριξης στην οπτικοχωρική μακρόχρονη μνήμη. Ωστόσο, δεν επιβεβαιώθηκε ο ρόλος της βιωμένης οικογενειακής στήριξης ως ρυθμιστικού παράγοντα στη σχέση ΕΕ-γνωστικών λειτουργιών. Τέλος, τα αποτελέσματα έδειξαν αμοιβαίες και αρνητικές σχέσεις ανάμεσα στην βιωμένη οικογενειακή στήριξη και σε συγκεκριμένες πτυχές της ΕΕ, την κατάθλιψη και το άγχος, αναδεικνύοντας τον ρόλο αυτής στην ψυχική υγεία. Συζήτηση: Συνολικά, η παρούσα διδακτορική διατριβή ανέδειξε την περίπλοκη σχέση μεταξύ της ΕΕ και των γνωστικών λειτουργιών. Οι μειωμένες οπτικοχωρικές ικανότητες είναι εμφανείς στα πρώτα στάδια της ΕΕ ενώ οι σχέσεις αμοιβαιότητας μεταξύ ΕΕ και των διεργασιών της αυτόματης επεξεργασίας και αναστολής υπογραμμίζουν τη σημασία των ατομικών διαφορών στην εμφάνιση της ΕΕ. Επιπλέον, τα αποτελέσματα της διατριβής προτείνουν ότι τα μη κλινικά επίπεδα κατάθλιψης και άγχους δεν σχετίζονται με γνωστική έκπτωση και παράλληλα υποδεικνύουν πως οι γνωστικές ικανότητες των ατόμων δεν αποτελούν παράγοντα κινδύνου των δύο αυτών ψυχολογικών προβλημάτων. Ενδιαφέρον εύρημα αποτελεί το γεγονός πως η βιωμένη οικογενειακή στήριξη ασκεί θετικές επιδράσεις στην οπτικοχωρική μακρόχρονη μνήμη, αναδεικνύοντας τον ευεργετικό της ρόλο στις γνωστικές λειτουργίες και προτείνοντας την αξιοποίηση αυτής σε προγράμματα παρέμβασης ασθενών με γνωστικά ελλείμματα. Η απουσία έμμεσων επιδράσεων της κατάθλιψης, του άγχους και της βιωμένης οικογενειακής στήριξης στη σχέση ΕΕ-γνωστικών λειτουργιών παρέχει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τις διεργασίες που εμπλέκονται στη σχέση αυτή. Η παρούσα διατριβή υποστηρίζει ότι η ΕΕ αποτελεί διαφορετικό ψυχολογικό φαινόμενο από την κατάθλιψη και το άγχος ωστόσο δεν είναι ανεξάρτητη από τα δύο αυτά ψυχολογικά προβλήματα προτείνοντας ότι η ΕΕ διαχέεται στην προσωπική ζωή των εργαζομένων και αντιστρόφως. Επιπλέον, μολονότι η οικογενειακή στήριξη είναι ευεργετική ενάντια στην εμφάνιση ψυχολογικών προβλημάτων, η παρεχόμενη υποστήριξη από τα μέλη της οικογένειας δεν είναι πάντα καλοδεχούμενη οξύνοντας με αυτό τον τρόπο ήδη υπάρχουσες ψυχολογικές δυσκολίες. Στη βάση των θεωριών του γνωστικού αποθέματος (Stern, 2002), της αυτό-ρύθμισης (Baumeister & Vohs, 2003) και του μοντέλου διατήρησης των πόρων (Hobfoll, 1989) επιχειρούμε να εξηγήσουμε τα παραπάνω ευρήματα. Η αναγνώριση και η ανάδειξη των παραγόντων που μπορούν να επηρεάσουν την ψυχική υγεία και τις γνωστικές λειτουργίες των ατόμων αποτελεί σημαντικό βήμα για την ανάπτυξη στρατηγικών πρόληψης και στοχευμένων προγραμμάτων παρέμβασης. Τα ευρήματα της παρούσας διδακτορικής διατριβής προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες αναφορικά με τους παράγοντες αυτούς.
Introduction and aims: The overall scope of this thesis was to explore how non-clinical burnout is associated with cognitive performance, non-clinical depression and non-clinical anxiety, and whether perceived family support can protect against the onset of mental health issues and cognitive decline. This thesis aimed to address the following research questions: 1) Is burnout a distinct concept from depression and anxiety? 2) Is non-clinical burnout related to a decline in cognitive functions? 3)Are non-clinical depression and anxiety directly associated with cognitive deficits? Do they moderate the burnout – cognitive functioning relationship? 4) Can perceived family support explain the relationship of non-clinical burnout with depression, anxiety and cognitive functioning? 5) What are the associations of burnout with depression and anxiety over time? 6) Do individuals with lower cognitive abilities represent an at- risk group for developing burnout, depression and anxiety? 7) Is perceived family support a protective mechanism against the onset of non-clinical burnout, depression, anxiety and cognitive decline? Methods: Four quantitative studies were designed and conducted for answering the abovementioned research questions. Firstly, a systematic review and meta-analysis of the literature was conducted in order to examine the distinctiveness of burnout from depression and anxiety (Chapter 2). Secondly, a baseline assessment was conducted with the aim to gain a general picture of the research questions and to lay the groundwork of the studied associations which allowed the examination of how these relationships developed over time (Chapter 3). Thirdly, a two-wave longitudinal study was conducted for exploring perceived family support as an explanatory mechanism of the burnout-depression and burnout-anxiety relationships (Chapter 4). Lastly, a three-wave longitudinal study was performed with the purpose of exploring and understanding the causality of the burnout-cognitive functioning, burnout-depression and burnout-anxiety relationships as well as the effects of perceived family support on mental health and cognition (Chapter 5). Results: The systematic review and meta-analysis provided important insights regarding the burnout-depression and burnout-anxiety relationships as the results indicated the distinctiveness of burnout from depression and anxiety. The longitudinal exploration of the two relationships revealed bidirectional associations with average effect sizes, supporting the notion that burnout is different - but not independent - from both depression and anxiety. The examination of perceived family support as a potential explanatory mechanism of the two relationships showed that it moderated the effects of depression on the exhaustion dimension of burnout but in a direction opposite of the expected. One of the most prominent findings was that impairments on visuospatial skills were a consequence of non-clinical burnout. Moreover, the results showed reciprocal associations between automatic processing and inhibition skills with certain aspects of non-clinical burnout. Neither depression nor anxiety were related to cognitive performance while the two psychological phenomena did not moderate the burnout-cognitive functioning relationship. Perceived family support had positive effects on long-term visuospatial memory. However, it did not moderate the burnout-cognitive functioning relationship. Finally, the results showed negative and reciprocal associations of perceived family support with certain burnout aspects, depression and anxiety as well, indicating its significant role on mental health. Discussion: Overall, the observations of this doctoral thesis reveal a complex relationship between non-clinical burnout and cognitive functioning. Diminished visuospatial skills are prominent at the early burnout stages. The reciprocal associations observed between non-clinical burnout and automatic processing, and inhibition skills, suggest the role of cognitive functions in the burnout experience. Non-clinical depression and anxiety were not associated with diminished cognitive performance while individuals’ cognitive abilities did not constitute risk factors for the onset of the two mental health conditions. Interestingly, perceived family support had positive effects on long-term visuospatial memory, suggesting its beneficial impact on cognition and thus, its utilization in intervention programs with populations suffering from cognitive deterioration. The absence of indirect effects of depression, anxiety and perceived family support on the burnout-cognitive functioning relationship provide insights regarding the processes related to this relationship. The present thesis argues that burnout is distinct but not independent from depression and anxiety and suggest that burnout spillovers to employees’ personal life and vice versa. Interestingly, even though family support can be beneficial against the onset of mental health problems however, received support from the loved ones is not always perceived positively, exaggerating this way any pre-existing mental health difficulties. Drawing on the cognitive reserve (Stern, 2002) and self-regulation (Baumeister & Vohs, 2003) theories and on the conservation of resources model (Hobfoll, 1989) we endeavored to explain the above findings. Recognizing and addressing the factors that affect mental health and cognition, this can promote the development of prevention strategies and targeted intervention programs. This PhD thesis offered valuable insights regarding those factors.
Keywords: Γνωστικές λειτουργίες
Επαγγελματική εξουθένωση
Κατάθλιψη
Άγχος
Βιωμένη οικογενειακή υποστήριξη
Cognitive functioning
Burnout
Depression
Anxiety
Perceived family support
Information: Διατριβή (Διδακτορική)--Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, 2021.
Rights: Attribution-NonCommercial-NoDerivatives 4.0 Διεθνές
Appears in Collections:Τμήμα Εκπαιδευτικής & Κοινωνικής Πολιτικής (Δ)

Files in This Item:
File Description SizeFormat 
PanagiotaKoutsimani_PhD2021.pdf7.18 MBAdobe PDFView/Open


This item is licensed under a Creative Commons License Creative Commons