Please use this identifier to cite or link to this item: http://dspace.lib.uom.gr/handle/2159/14242
Full metadata record
DC FieldValueLanguage
dc.contributor.advisorΛαζαρίδης, Ιωάννης-
dc.contributor.authorΑμπαλάκη, Αγγελική-
dc.date.accessioned2011-02-28T09:54:46Z-
dc.date.available2011-02-28T09:54:46Z-
dc.date.issued2011en
dc.identifier.urihttp://dspace.lib.uom.gr/handle/2159/14242-
dc.descriptionΔιπλωματική εργασία--Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, 2011en
dc.description.abstractΤα τελευταία είκοσι χρόνια σημειώθηκαν στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα σταδιακές αλλά ριζικές αλλαγές που επέφεραν τον ολοκληρωτικό μετασχηματισμό του. Ορόσημα αυτής της μετατροπής θεωρούνται: η κατάργηση των περιορισμών, διοικητικών και λειτουργικών, στην κίνηση κεφαλαίων, η κατάργηση των τραπεζών ειδικού σκοπού και η ιδιωτικοποίηση των τραπεζών δημοσίου χαρακτήρα, το τέλος της νομισματικής χρηματοδότησης των ελλειμμάτων του Ελληνικού Δημοσίου και της υποχρεωτικής επένδυσης των τραπεζών σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου, η ελεύθερη παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και υπηρεσιών ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, και η πλήρης απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης. O μετασχηματισμός αυτός είχε ως επιδίωξη την προσαρμογή της χώρας μας στις συνθήκες λειτουργίας του ενιαίου χρηματοπιστωτικού χώρου στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, κυρίως από το 1993 καθώς και της προετοιμασίας για την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη, το 2001. Το εγχείρημα θεωρήθηκε κυρίως νομοθετικό και στέφθηκε με επιτυχία καθώς τα οι ελληνικές τράπεζες ανταποκρίθηκαν στην πρόκληση της απελευθέρωσης, η οποία είχε, μεταξύ άλλων παραγόντων, ως αποτέλεσμα και την αναβάθμιση της χώρας μας στην κατηγορία των οικονομικά αναπτυγμένων. Μέσα από μια σειρά εξαγορών και συγχωνεύσεων, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, δημιουργήθηκαν ισχυροί τραπεζικοί όμιλοι, οι οποίοι λειτουργούν πλέον με όρους οικονομίας της αγοράς, στόχο τη μεγιστοποίηση των αποδόσεων για τους μετόχους τους – πάντοτε κάτω από τους όρους που θέτει το πλαίσιο της σύγχρονης εταιρικής διακυβέρνησης, οι απαιτήσεις για εταιρική κοινωνική ευθύνη, και η ανάγκη διασφάλισης ομαλών εργασιακών σχέσεων – και στήριξη στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Δραστική υπήρξε η μείωση των επιτοκίων δανεισμού και η βελτίωση του όγκου των συναλλαγών και της παραγωγικότητας ως αποτέλεσμα της αποδοτικότητας του κλάδου και του εύρους των παρεχόμενων τραπεζικών υπηρεσιών. Επίσης, το ρυθμιστικό και οργανωτικό πλαίσιο για τις αγορές χρήματος και κεφαλαίου, για μετοχικούς και ομολογιακούς τίτλους, εξελίχθηκε σημαντικά1. Αξίζει επίσης να επισημανθεί ότι οι ελληνικές τράπεζες, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, λειτουργούν σε ένα ιδιαίτερα αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο μέσω του οποίου επιδιώκεται, και έχει πράγματι διασφαλιστεί η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η καλύτερη δυνατή εταιρική διακυβέρνηση των φορέων παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, η σταθερότητα και αποτελεσματικότητα των κεφαλαιαγορών, η αποτελεσματικότητα των συστημάτων πληρωμών, η προστασία των καταναλωτών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς και η πρόληψη και καταστολή των οικονομικών εγκλημάτων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα2. Καταλήγοντας στο 2010, ελληνική οικονομία περνά μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο. Η δημοσιονομική εκτροπή των τελευταίων ετών οδήγησε στην εκτίναξη του ασφαλίστρου κινδύνου δανεισμού του ελληνικού δημοσίου σε πρωτοφανή επίπεδα, δημιουργώντας ασφυκτικές συνθήκες, οι οποίες επέβαλαν την προσφυγή της χώρας στο μηχανισμό στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ο μηχανισμός αυτός εξασφαλίζει την πλήρη κάλυψη των δανειακών αναγκών της χώρας μεσοπρόθεσμα. Οι αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη δημιουργία ενός μηχανισμού στήριξης χωρών που ενδέχεται να βρεθούν σε συνθήκες κρίσης χρέους καθώς και οι αποφάσεις της ΕΚΤ για την κεφαλαιακή θωράκιση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, την ενίσχυση της ρευστότητας και τις παρεμβάσεις στη δευτερογενή αγορά ομολόγων ενισχύουν σημαντικά τη συνοχή της ευρωζώνης και θέτουν τις βάσεις για την ομαλοποίηση του κλίματος στις διεθνείς αγορές.3 Στόχος της παρούσας εργασίας είναι μια σφαιρική παρουσίαση της καταναλωτικής πίστης, μιας από της σημαντικότερες και κερδοφόρες δραστηριότητες του τραπεζικού τομέα. Στο πρώτο κεφάλαιο αναφέρονται ορισμοί της καταναλωτικής πίστης, το νομοθετικό πλαίσιο το οποίο την διέπει και γίνεται περιγραφή των προϊόντων ανά κατηγορία και τα ειδικών χαρακτηριστικών τους. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζεται το επίπεδο ανταγωνισμού του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και το τραπεζικό μάρκετινγκ όσον αφοράς στην καταναλωτική πίστη. Στο τρίτο κεφάλαιο αναφέρονται οι φορείς οποίοι δραστηριοποιούνται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα καθώς και τα βασικότερα χρηματοοικονομικά τους στοιχεία όπως τα συνολικά και επιμέρους ποσά χρηματοδοτήσεων μέσω καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών, που συνθέτουν τα μερίδια αγοράς της καταναλωτικής πίστη. Επιπλέον, εξετάζεται το μέγεθος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και ο τρόπος διαχείρισή τους από τις ελληνικές τράπεζες. Στο τέλος προσδιορίζονται τα ονομαστικά επιτόκια των νέων χορηγήσεων προς τα νοικοκυριά και εξετάζονται οι λόγοι απόκλισης τους από τα αντίστοιχα της ευρωζώνης. Στο τέταρτο κεφάλαιο δίνεται έμφαση σε ένα φαινόμενο της εποχής, αυτό των υπερχρεωμένων νοικοκυριών αλλά και της αντιμετώπισής τους τόσο από τις τράπεζες όσο και από την πολιτεία.en
dc.format.extent101en
dc.format.extent918381 bytes-
dc.format.mimetypeapplication/pdf-
dc.language.isoelen
dc.publisherΠανεπιστήμιο Μακεδονίας Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών-
dc.subjectΚαταναλωτική πίστηen
dc.titleΗ καταναλωτική πίστη στην Ελλάδαen
dc.typeElectronic Thesis or Dissertationen
dc.typeTexten
dc.contributor.departmentΔιατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών στη Διοίκηση Επιχειρήσεωνen
Appears in Collections:ΔΠΜΣ Διοίκηση Επιχειρήσεων (M)

Files in This Item:
File Description SizeFormat 
AmpalakiAngelikiMsc2011.pdf896.86 kBAdobe PDFView/Open


Items in Psepheda are protected by copyright, with all rights reserved, unless otherwise indicated.